- ὀρεομήκης
- ὀρεο-μήκης, ες,A mountain-high,
χιόνες Adam.Vent. 40
(ὡρεο- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιόνες Adam.Vent. 40
(ὡρεο- cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορεομήκης — ὀρεομήκης, ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek